- ξαναμιλώ
- 1. μιλώ ξανά2. συζητώ πάλι, ξανακουβεντιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταμιλώ — μεταμιλῶ (Μ) ξαναμιλώ με κάποιον … Dictionary of Greek
μετασυντυχαίνω — (Μ) ξαναμιλώ, παίρνω τον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν τυχαίνω «ομιλώ, συνομιλώ»] … Dictionary of Greek